- ιερακάρης
- ἱερακάρης, ὁ (Μ) [ιερακάριος]1. ο γερακάρης*2. αξιωματούχος ο οποίος μεριμνούσε για τη συντήρηση και την εκγύμναση κυνηγετικών γερακιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερακάρης — ιερακάρης, ο και γερακάρης, ο αυτός που διατρέφει και γυμνάζει γεράκια για το κυνήγι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)